- αρύς
- -ιά, -ύο αραιός*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < θηλ. αραιά του επιθ. αραιός κατά το αντίστροφο σχήμα: βαριά -βαρύς, παχιά -παχύς κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρύς, -ιά, -ύ — βλ. αραιός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αραιός, -ή, -ό — και αριός, ά, ό και αρύς, ιά, ύ επίρρ. αιά και ιά 1. ανάριος, όχι πυκνός, αγανός: Τα δέντρα τα φύτεψες πολύ αραιά. 2. αυτός που παρουσιάζει κενά κατά διαστήματα τοπικά ή χρονικά: Αριά και πού έρχεται και τον βλέπουμε. 3. νερουλός, όχι πηχτός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)